- παρέχετε
- παρέχωhand overpres imperat act 2nd plπαρέχωhand overpres ind act 2nd plπαρέχωhand overimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρέχετ' — παρέχετε , παρέχω hand over pres imperat act 2nd pl παρέχετε , παρέχω hand over pres ind act 2nd pl παρέχεται , παρέχω hand over pres ind mp 3rd sg παρέχετο , παρέχω hand over imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) παρέχετε , παρέχω hand over… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek